- ἁγιώτατος
- ἅγιοςdevoted to the godsmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… … Dictionary of Greek
ՍՐԲԱԳՈՅՆ — (գունի, ից, աց.) NBH 2 0758 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c ա. ἀγιώτερος, ἀγιώτατος sanctior, sanctissimus. Առաւել սուրբ. եւ Մաքրագոյն. պայծառագոյն, պատուականագոյն. *Զյիսուս քան զսուրբս սրբագոյն գոլ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
БЛАЖЕННЕЙШИЙ — [Блаженство; греч. μακαριώτατος, μακαριότης], титул Предстоятелей Церквей: Патриархов, Архиепископов и Митрополитов. Его появление относится к эпохе не ранее IV в. Первоначально употреблялся в иной форме «блаженный» (μακάριος). Зафиксирован в… … Православная энциклопедия